ὑδροσκόπιον

ὑδροσκόπιον
ὑδρο-σκόπιον, τό, Anzeige auf Wasser; die Kunst, Wasser aufzufinden; auch die Wasseruhr

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υδροσκόπιον — τὸ, ΜΑ και ὑδροσκοπεῑον Α [ὑδροσκόπος] είδος υδροστατικού οργάνου αρχ. 1. ὑδρολόγιον* 2. φρ. «Περὶ ὑδροσκοπείων» τίτλος έργου τού Ήρωνος …   Dictionary of Greek

  • ὑδροσκοπίου — ὑδροσκόπιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροσκοπίων — ὑδροσκόπιον neut gen pl ὑδροσκοπέω to be a water finder pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

  • υδροσκοπείον — τὸ, Α βλ. ὑδροσκόπιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”